- ἠρίστριον
- ἠρίστριονspring-garmentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηρίστριον — ἠρίστριον, το (Α) ανοιξιάτικο ένδυμα … Dictionary of Greek